Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐχόντως
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
ἑψιάομαι
View word page
ἐψευσμένως
falsely, wrongly

ShortDef

falsely, wrongly

Debugging

Headword:
ἐψευσμένως
Headword (normalized):
ἐψευσμένως
Headword (normalized/stripped):
εψευσμενως
IDX:
38995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38996
Key:

Data

{'content': 'falsely, wrongly'}