Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐχομένως
ἐχόντως
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
ἑψία
View word page
ἑψανός
boiled

ShortDef

boiled

Debugging

Headword:
ἑψανός
Headword (normalized):
ἑψανός
Headword (normalized/stripped):
εψανος
IDX:
38994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38995
Key:

Data

{'content': 'boiled'}