Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐχομένιον
ἐχομένως
ἐχόντως
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
ἑψηματώδης
ἕψησις
ἑψητέον
ἑψητήρ
ἑψητής
ἑψητικός
ἑψητός
View word page
ἑψάνδρα
cooking men
ShortDef
cooking men
Debugging
Headword:
ἑψάνδρα
Headword (normalized):
ἑψάνδρα
Headword (normalized/stripped):
εψανδρα
IDX:
38993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38994
Key:
Data
{'content': 'cooking men'}