Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐχινώδης
ἔχιον
ἔχις
ἐχίτης
Ἐχίων
ἔχμα
ἐχμάζω
ἐχομένιον
ἐχομένως
ἐχόντως
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
ἕψημα
View word page
ἐχυρός
strong, secure
ShortDef
strong, secure
Debugging
Headword:
ἐχυρός
Headword (normalized):
ἐχυρός
Headword (normalized/stripped):
εχυρος
IDX:
38986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38987
Key:
Data
{'content': 'strong, secure'}