Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐχῖνος
ἐχινώδης
ἔχιον
ἔχις
ἐχίτης
Ἐχίων
ἔχμα
ἐχμάζω
ἐχομένιον
ἐχομένως
ἐχόντως
ἐχυρός
ἐχυρότης
ἐχυρόφρων
ἐχυρόω
ἔχω
ἔχω2
ἑψαλέος
ἑψάνδρα
ἑψανός
ἐψευσμένως
View word page
ἐχόντως
(νοῦν ἐ.) sensibly
ShortDef
(νοῦν ἐ.) sensibly
Debugging
Headword:
ἐχόντως
Headword (normalized):
ἐχόντως
Headword (normalized/stripped):
εχοντως
IDX:
38985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38986
Key:
Data
{'content': '(νοῦν ἐ.) sensibly'}