Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐχθρωδέω
ἐχθρώδης
ἔχθω
ἔχθω2
ἐχίδιον
ἔχιδνα
ἐχιδναῖος
ἐχιδνήεις
ἐχιδνοειδής
ἐχιδνοκέφαλος
ἐχιδνόκομος
ἐχιδνολογέω
ἐχιδνότοκος
ἐχιδνοφαγία
ἐχιεύς
Ἐχῖναι
ἐχιναλώπηξ
ἐχινέα
ἐχινέες
ἐχινῆ
ἐχινίσκος
View word page
ἐχιδνόκομος
snaky-haired
ShortDef
snaky-haired
Debugging
Headword:
ἐχιδνόκομος
Headword (normalized):
ἐχιδνόκομος
Headword (normalized/stripped):
εχιδνοκομος
IDX:
38961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38962
Key:
Data
{'content': 'snaky-haired'}