Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
View word page
ἀγένειος
beardless

ShortDef

beardless

Debugging

Headword:
ἀγένειος
Headword (normalized):
ἀγένειος
Headword (normalized/stripped):
αγενειος
IDX:
388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-389
Key:

Data

{'content': 'beardless'}