Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐφύρα
Ἐφύρη
Ἔφυροι
ἐφυστερέω
ἐφυστερητικός
ἐφυστερίζω
ἐφυφαίνω
ἐφυφή
ἐφύω
ἐφώδης
ἐφώριος
ἐχέβωμον
ἐχέγγυος
ἐχεγλωττία
ἐχέγναθον
ἐχεδερμία
ἐχέθυμος
ἐχείδιον
ἐχεκήλης
ἐχέκολλος
Ἐχεκράτης
View word page
ἐφώριος
mature

ShortDef

mature

Debugging

Headword:
ἐφώριος
Headword (normalized):
ἐφώριος
Headword (normalized/stripped):
εφωριος
IDX:
38890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38891
Key:

Data

{'content': 'mature'}