Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφυμνιάζω
ἐφύμνιον
ἐφύπερα
ἐφύπερθε
ἐφυπνόω
ἐφυπνώττω
Ἐφύρα
Ἐφύρη
Ἔφυροι
ἐφυστερέω
ἐφυστερητικός
ἐφυστερίζω
ἐφυφαίνω
ἐφυφή
ἐφύω
ἐφώδης
ἐφώριος
ἐχέβωμον
ἐχέγγυος
ἐχεγλωττία
ἐχέγναθον
View word page
ἐφυστερητικός
postponing
ShortDef
postponing
Debugging
Headword:
ἐφυστερητικός
Headword (normalized):
ἐφυστερητικός
Headword (normalized/stripped):
εφυστερητικος
IDX:
38884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38885
Key:
Data
{'content': 'postponing'}