Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
ἐφυβριστήρ
ἐφυβριστής
ἐφύβριστος
ἐφυγραίνομαι
ἔφυγρος
ἐφυδάτιος
ἐφυδρεύω
ἐφυδριάς
ἐφυδρίς
ἔφυδρος
ἐφυλακτέω
ἐφυμνέω
ἐφυμνιάζω
View word page
ἐφύβριστος
wanton, insolent

ShortDef

wanton, insolent

Debugging

Headword:
ἐφύβριστος
Headword (normalized):
ἐφύβριστος
Headword (normalized/stripped):
εφυβριστος
IDX:
38864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38865
Key:

Data

{'content': 'wanton, insolent'}