Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
ἐφυβριστήρ
ἐφυβριστής
ἐφύβριστος
ἐφυγραίνομαι
ἔφυγρος
ἐφυδάτιος
ἐφυδρεύω
ἐφυδριάς
ἐφυδρίς
ἔφυδρος
ἐφυλακτέω
ἐφυμνέω
View word page
ἐφυβριστής
insolent person
ShortDef
insolent person
Debugging
Headword:
ἐφυβριστής
Headword (normalized):
ἐφυβριστής
Headword (normalized/stripped):
εφυβριστης
IDX:
38863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38864
Key:
Data
{'content': 'insolent person'}