Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
ἐφυβριστήρ
ἐφυβριστής
ἐφύβριστος
ἐφυγραίνομαι
ἔφυγρος
ἐφυδάτιος
ἐφυδρεύω
ἐφυδριάς
ἐφυδρίς
ἔφυδρος
ἐφυλακτέω
View word page
ἐφυβριστήρ
insulting

ShortDef

insulting

Debugging

Headword:
ἐφυβριστήρ
Headword (normalized):
ἐφυβριστήρ
Headword (normalized/stripped):
εφυβριστηρ
IDX:
38862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38863
Key:

Data

{'content': 'insulting'}