Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
ἐφυβριστήρ
ἐφυβριστής
ἐφύβριστος
ἐφυγραίνομαι
ἔφυγρος
ἐφυδάτιος
View word page
ἔφορμος2
attack, lying at anchor

ShortDef

at anchor
attack, lying at anchor

Debugging

Headword:
ἔφορμος2
Headword (normalized):
ἔφορμος
Headword (normalized/stripped):
εφορμος2
IDX:
38857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38858
Key:

Data

{'content': 'attack, lying at anchor'}