Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
ἐφυβριστήρ
ἐφυβριστής
ἐφύβριστος
ἐφυγραίνομαι
ἔφυγρος
View word page
ἔφορμος
at anchor

ShortDef

at anchor
attack, lying at anchor

Debugging

Headword:
ἔφορμος
Headword (normalized):
ἔφορμος
Headword (normalized/stripped):
εφορμος
IDX:
38856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38857
Key:

Data

{'content': 'at anchor'}