Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
ἐφυβρίζω
View word page
ἐφορμή
a way of attack
ShortDef
a way of attack
Debugging
Headword:
ἐφορμή
Headword (normalized):
ἐφορμή
Headword (normalized/stripped):
εφορμη
IDX:
38851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38852
Key:
Data
{'content': 'a way of attack'}