Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
Ἐφραίμ
View word page
ἐφορμέω
to lie moored at

ShortDef

to lie moored at

Debugging

Headword:
ἐφορμέω
Headword (normalized):
ἐφορμέω
Headword (normalized/stripped):
εφορμεω
IDX:
38850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38851
Key:

Data

{'content': 'to lie moored at'}