Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφορατέον
ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
ἐφορμίζω
ἔφορμος
ἔφορμος2
ἔφορος
Ἔφορος
View word page
ἐφορμάω
to stir up, rouse against

ShortDef

to stir up, rouse against

Debugging

Headword:
ἐφορμάω
Headword (normalized):
ἐφορμάω
Headword (normalized/stripped):
εφορμαω
IDX:
38849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38850
Key:

Data

{'content': 'to stir up, rouse against'}