Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφομαρτέω
ἐφομιλέω
ἐφόνιον
ἐφοπλίζω
ἐφόρασις
ἐφορατέον
ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
ἐφόρμησις
ἐφόρμησις2
ἐφορμητικός
View word page
ἐφορεύω
to be ephor
ShortDef
to be ephor
Debugging
Headword:
ἐφορεύω
Headword (normalized):
ἐφορεύω
Headword (normalized/stripped):
εφορευω
IDX:
38844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38845
Key:
Data
{'content': 'to be ephor'}