Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφομιλέω
ἐφόνιον
ἐφοπλίζω
ἐφόρασις
ἐφορατέον
ἐφορατικός
ἐφοράω
ἐφορεία
ἐφορεῖον
ἐφορεύω
ἐφορικός
ἐφόριος
ἐφορμαίνω
ἐφορμάομαι
ἐφορμάω
ἐφορμέω
ἐφορμή
View word page
ἐφοράω
to oversee, observe, survey

ShortDef

to oversee, observe, survey

Debugging

Headword:
ἐφοράω
Headword (normalized):
ἐφοράω
Headword (normalized/stripped):
εφοραω
IDX:
38841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38842
Key:

Data

{'content': 'to oversee, observe, survey'}