Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφοδηγέω
ἐφοδιάζω
ἐφοδιαστής
ἐφοδικός
ἐφόδιον
ἐφόδιος
ἔφοδος
ἔφοδος2
ἔφοδος3
ἐφόλκαιον
ἐφολκή
ἐφόλκιον
ἐφολκίς
ἐφολκός
ἐφομαρτέω
ἐφομιλέω
ἐφόνιον
ἐφοπλίζω
ἐφόρασις
ἐφορατέον
ἐφορατικός
View word page
ἐφολκή
tension, pull
ShortDef
tension, pull
Debugging
Headword:
ἐφολκή
Headword (normalized):
ἐφολκή
Headword (normalized/stripped):
εφολκη
IDX:
38830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38831
Key:
Data
{'content': 'tension, pull'}