Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφιππάζομαι
ἐφιππαρχία
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφιστάνω
ἐφίστημι
ἐφιστορέω
ἐφοδεία
ἐφοδευτέον
ἐφοδευτής
ἐφοδευτικῶς
ἐφοδεύω
ἐφοδηγέω
ἐφοδιάζω
ἐφοδιαστής
ἐφοδικός
ἐφόδιον
ἐφόδιος
ἔφοδος
ἔφοδος2
View word page
ἐφοδευτής
one who goes the rounds: spy

ShortDef

one who goes the rounds: spy

Debugging

Headword:
ἐφοδευτής
Headword (normalized):
ἐφοδευτής
Headword (normalized/stripped):
εφοδευτης
IDX:
38817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38818
Key:

Data

{'content': 'one who goes the rounds: spy'}