Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφίμερος
ἔφιξις
ἐφιππάζομαι
ἐφιππαρχία
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφιστάνω
ἐφίστημι
ἐφιστορέω
ἐφοδεία
ἐφοδευτέον
ἐφοδευτής
ἐφοδευτικῶς
ἐφοδεύω
ἐφοδηγέω
View word page
ἐφίππιος
for putting on a horse

ShortDef

for putting on a horse

Debugging

Headword:
ἐφίππιος
Headword (normalized):
ἐφίππιος
Headword (normalized/stripped):
εφιππιος
IDX:
38810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38811
Key:

Data

{'content': 'for putting on a horse'}