Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφίερον
ἐφιζάνω
ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφίμερος
ἔφιξις
ἐφιππάζομαι
ἐφιππαρχία
ἐφιππεύω
ἐφίππιος
ἔφιππος
ἐφιστάνω
ἐφίστημι
ἐφιστορέω
ἐφοδεία
ἐφοδευτέον
ἐφοδευτής
ἐφοδευτικῶς
View word page
ἐφιππαρχία
double
ShortDef
double
Debugging
Headword:
ἐφιππαρχία
Headword (normalized):
ἐφιππαρχία
Headword (normalized/stripped):
εφιππαρχια
IDX:
38808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38809
Key:
Data
{'content': 'double'}