Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
View word page
ἀγένεια
low birth

ShortDef

low birth

Debugging

Headword:
ἀγένεια
Headword (normalized):
ἀγένεια
Headword (normalized/stripped):
αγενεια
IDX:
387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-388
Key:

Data

{'content': 'low birth'}