Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
ἐφιδρόω
ἐφίδρυσις
ἐφίδρωσις
ἐφίερον
ἐφιζάνω
ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφίμερος
ἔφιξις
View word page
ἐφίδρυσις
planting firmly

ShortDef

planting firmly

Debugging

Headword:
ἐφίδρυσις
Headword (normalized):
ἐφίδρυσις
Headword (normalized/stripped):
εφιδρυσις
IDX:
38796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38797
Key:

Data

{'content': 'planting firmly'}