Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
ἐφιδρόω
ἐφίδρυσις
ἐφίδρωσις
ἐφίερον
ἐφιζάνω
ἐφίζω
ἐφίημι
ἐφικάνω
ἐφικνέομαι
ἐφικτός
ἐφίμερος
View word page
ἐφιδρόω
perspire in addition to

ShortDef

perspire in addition to

Debugging

Headword:
ἐφιδρόω
Headword (normalized):
ἐφιδρόω
Headword (normalized/stripped):
εφιδροω
IDX:
38795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38796
Key:

Data

{'content': 'perspire in addition to'}