Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφημοσύνη
ἐφησυχάζω
ἑφθαλέος
ἐφθαρμένως
ἑφθέος
ἑφθήμερος
ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
ἐφιδρόω
ἐφίδρυσις
ἐφίδρωσις
ἐφίερον
ἐφιζάνω
View word page
ἑφθότης
languor
ShortDef
languor
Debugging
Headword:
ἑφθότης
Headword (normalized):
ἑφθότης
Headword (normalized/stripped):
εφθοτης
IDX:
38789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38790
Key:
Data
{'content': 'languor'}