Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφημοσύνα
ἐφημοσύνη
ἐφησυχάζω
ἑφθαλέος
ἐφθαρμένως
ἑφθέος
ἑφθήμερος
ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
ἐφιδρόω
ἐφίδρυσις
ἐφίδρωσις
ἐφίερον
View word page
ἑφθός
boiled, dressed
ShortDef
boiled, dressed
Debugging
Headword:
ἑφθός
Headword (normalized):
ἑφθός
Headword (normalized/stripped):
εφθος
IDX:
38788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38789
Key:
Data
{'content': 'boiled, dressed'}