Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφήμερος
ἐφήμισυς
ἐφημοσύνα
ἐφημοσύνη
ἐφησυχάζω
ἑφθαλέος
ἐφθαρμένως
ἑφθέος
ἑφθήμερος
ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
ἐφιδρόω
ἐφίδρυσις
View word page
ἐφθονημένως
grudgingly

ShortDef

grudgingly

Debugging

Headword:
ἐφθονημένως
Headword (normalized):
ἐφθονημένως
Headword (normalized/stripped):
εφθονημενως
IDX:
38786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38787
Key:

Data

{'content': 'grudgingly'}