Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφημερόβιος
ἐφήμερον
ἐφήμερος
ἐφήμισυς
ἐφημοσύνα
ἐφημοσύνη
ἐφησυχάζω
ἑφθαλέος
ἐφθαρμένως
ἑφθέος
ἑφθήμερος
ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
ἐφιαλτικός
View word page
ἑφθήμερος
lasting seven days

ShortDef

lasting seven days

Debugging

Headword:
ἑφθήμερος
Headword (normalized):
ἑφθήμερος
Headword (normalized/stripped):
εφθημερος
IDX:
38784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38785
Key:

Data

{'content': 'lasting seven days'}