Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφημερίς
ἐφημερόβιος
ἐφήμερον
ἐφήμερος
ἐφήμισυς
ἐφημοσύνα
ἐφημοσύνη
ἐφησυχάζω
ἑφθαλέος
ἐφθαρμένως
ἑφθέος
ἑφθήμερος
ἑφθημιμερής
ἐφθονημένως
ἑφθοπώλιον
ἑφθός
ἑφθότης
ἑφθόω
ἐφιαλτεία
Ἐφιάλτης
ἐφιάλτης
View word page
ἑφθέος
to be boiled

ShortDef

to be boiled

Debugging

Headword:
ἑφθέος
Headword (normalized):
ἑφθέος
Headword (normalized/stripped):
εφθεος
IDX:
38783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38784
Key:

Data

{'content': 'to be boiled'}