Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφεστιάζομαι
ἐφέστιος
ἐφεστρίς
ἐφέτειος
ἐφετέον
ἐφέτης
ἐφετικός
ἐφετίνδα
ἐφετινός
ἐφετμά
ἐφετμή
ἐφετός
ἐφεύρεμα
ἐφεύρεσις
ἐφευρετής
ἐφευρετικός
ἐφευρίσκω
ἐφεύω
ἐφεψιάομαι
ἐφέψω
ἐφήβαιον
View word page
ἐφετμή
a command, behest
ShortDef
a command, behest
Debugging
Headword:
ἐφετμή
Headword (normalized):
ἐφετμή
Headword (normalized/stripped):
εφετμη
IDX:
38733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38734
Key:
Data
{'content': 'a command, behest'}