Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφερμηνεύω
ἐφέρπω
Ἐφέσια
ἐφέσιμος
Ἐφέσιος
ἔφεσις
Ἔφεσος
ἐφεσπερεία
ἐφεσπερεύω
ἐφέσπερος
ἐφεστιάζομαι
ἐφέστιος
ἐφεστρίς
ἐφέτειος
ἐφετέον
ἐφέτης
ἐφετικός
ἐφετίνδα
ἐφετινός
ἐφετμά
ἐφετμή
View word page
ἐφεστιάζομαι
feast, make merry

ShortDef

feast, make merry

Debugging

Headword:
ἐφεστιάζομαι
Headword (normalized):
ἐφεστιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εφεστιαζομαι
IDX:
38723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38724
Key:

Data

{'content': 'feast, make merry'}