Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφερμηνευτικός
ἐφερμηνεύω
ἐφέρπω
Ἐφέσια
ἐφέσιμος
Ἐφέσιος
ἔφεσις
Ἔφεσος
ἐφεσπερεία
ἐφεσπερεύω
ἐφέσπερος
ἐφεστιάζομαι
ἐφέστιος
ἐφεστρίς
ἐφέτειος
ἐφετέον
ἐφέτης
ἐφετικός
ἐφετίνδα
ἐφετινός
ἐφετμά
View word page
ἐφέσπερος
western
ShortDef
western
Debugging
Headword:
ἐφέσπερος
Headword (normalized):
ἐφέσπερος
Headword (normalized/stripped):
εφεσπερος
IDX:
38722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38723
Key:
Data
{'content': 'western'}