Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφερμήνευσις
ἐφερμηνευτέον
ἐφερμηνευτικός
ἐφερμηνεύω
ἐφέρπω
Ἐφέσια
ἐφέσιμος
Ἐφέσιος
ἔφεσις
Ἔφεσος
ἐφεσπερεία
ἐφεσπερεύω
ἐφέσπερος
ἐφεστιάζομαι
ἐφέστιος
ἐφεστρίς
ἐφέτειος
ἐφετέον
ἐφέτης
ἐφετικός
ἐφετίνδα
View word page
ἐφεσπερεία
keeping awake in the evening

ShortDef

keeping awake in the evening

Debugging

Headword:
ἐφεσπερεία
Headword (normalized):
ἐφεσπερεία
Headword (normalized/stripped):
εφεσπερεια
IDX:
38720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38721
Key:

Data

{'content': 'keeping awake in the evening'}