Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφέλκω
ἐφέλκωσις
ἔφελξις
ἐφεξῆς
ἔφεξις
ἐφεπτακαιδέκατος
ἐφέπω
ἐφέργω
ἐφερμήνευσις
ἐφερμηνευτέον
ἐφερμηνευτικός
ἐφερμηνεύω
ἐφέρπω
Ἐφέσια
ἐφέσιμος
Ἐφέσιος
ἔφεσις
Ἔφεσος
ἐφεσπερεία
ἐφεσπερεύω
ἐφέσπερος
View word page
ἐφερμηνευτικός
explanatory
ShortDef
explanatory
Debugging
Headword:
ἐφερμηνευτικός
Headword (normalized):
ἐφερμηνευτικός
Headword (normalized/stripped):
εφερμηνευτικος
IDX:
38712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38713
Key:
Data
{'content': 'explanatory'}