Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔφεκτος
ἐφεκτός
ἐφελίσσω
ἐφελκίς
ἐφελκόομαι
ἐφελκτικός
ἐφέλκυσις
ἐφελκυσμός
ἐφελκυστικός
ἐφέλκω
ἐφέλκωσις
ἔφελξις
ἐφεξῆς
ἔφεξις
ἐφεπτακαιδέκατος
ἐφέπω
ἐφέργω
ἐφερμήνευσις
ἐφερμηνευτέον
ἐφερμηνευτικός
ἐφερμηνεύω
View word page
ἐφέλκωσις
ulceration
ShortDef
ulceration
Debugging
Headword:
ἐφέλκωσις
Headword (normalized):
ἐφέλκωσις
Headword (normalized/stripped):
εφελκωσις
IDX:
38703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38704
Key:
Data
{'content': 'ulceration'}