Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφεκτέον
ἐφεκτικός
ἔφεκτος
ἐφεκτός
ἐφελίσσω
ἐφελκίς
ἐφελκόομαι
ἐφελκτικός
ἐφέλκυσις
ἐφελκυσμός
ἐφελκυστικός
ἐφέλκω
ἐφέλκωσις
ἔφελξις
ἐφεξῆς
ἔφεξις
ἐφεπτακαιδέκατος
ἐφέπω
ἐφέργω
ἐφερμήνευσις
ἐφερμηνευτέον
View word page
ἐφελκυστικός
drawing on, attractive

ShortDef

drawing on, attractive

Debugging

Headword:
ἐφελκυστικός
Headword (normalized):
ἐφελκυστικός
Headword (normalized/stripped):
εφελκυστικος
IDX:
38701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38702
Key:

Data

{'content': 'drawing on, attractive'}