Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφεκκαιδέκατος
ἐφεκτέον
ἐφεκτικός
ἔφεκτος
ἐφεκτός
ἐφελίσσω
ἐφελκίς
ἐφελκόομαι
ἐφελκτικός
ἐφέλκυσις
ἐφελκυσμός
ἐφελκυστικός
ἐφέλκω
ἐφέλκωσις
ἔφελξις
ἐφεξῆς
ἔφεξις
ἐφεπτακαιδέκατος
ἐφέπω
ἐφέργω
ἐφερμήνευσις
View word page
ἐφελκυσμός
suction

ShortDef

suction

Debugging

Headword:
ἐφελκυσμός
Headword (normalized):
ἐφελκυσμός
Headword (normalized/stripped):
εφελκυσμος
IDX:
38700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38701
Key:

Data

{'content': 'suction'}