Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
View word page
ἀγενεαλόγητος
of unrecorded descent

ShortDef

of unrecorded descent

Debugging

Headword:
ἀγενεαλόγητος
Headword (normalized):
ἀγενεαλόγητος
Headword (normalized/stripped):
αγενεαλογητος
IDX:
386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-387
Key:

Data

{'content': 'of unrecorded descent'}