Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφεῖσα
ἐφεκατέρωθεν
ἐφεκκαιδέκατος
ἐφεκτέον
ἐφεκτικός
ἔφεκτος
ἐφεκτός
ἐφελίσσω
ἐφελκίς
ἐφελκόομαι
ἐφελκτικός
ἐφέλκυσις
ἐφελκυσμός
ἐφελκυστικός
ἐφέλκω
ἐφέλκωσις
ἔφελξις
ἐφεξῆς
ἔφεξις
ἐφεπτακαιδέκατος
ἐφέπω
View word page
ἐφελκτικός
attractive

ShortDef

attractive

Debugging

Headword:
ἐφελκτικός
Headword (normalized):
ἐφελκτικός
Headword (normalized/stripped):
εφελκτικος
IDX:
38698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38699
Key:

Data

{'content': 'attractive'}