Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφεδρίζω
ἐφεδρισμός
ἐφεδριστήρ
ἔφεδρος
ἐφέζομαι
ἐφείκοστα
ἐφεῖσα
ἐφεκατέρωθεν
ἐφεκκαιδέκατος
ἐφεκτέον
ἐφεκτικός
ἔφεκτος
ἐφεκτός
ἐφελίσσω
ἐφελκίς
ἐφελκόομαι
ἐφελκτικός
ἐφέλκυσις
ἐφελκυσμός
ἐφελκυστικός
ἐφέλκω
View word page
ἐφεκτικός
able to check
ShortDef
able to check
Debugging
Headword:
ἐφεκτικός
Headword (normalized):
ἐφεκτικός
Headword (normalized/stripped):
εφεκτικος
IDX:
38692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38693
Key:
Data
{'content': 'able to check'}