Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλαχοῦ
ἀλλαχχᾷ
ἀλλεπαλληλία
ἀλλεπάλληλος
ἄλλη
ἄλλῃ
ἀλληγορέω
ἀλληγορία
ἀλληγορικός
ἀλλήγορος
ἄλληκτος
ἄλληκτος2
ἀλληλανάδοχος
ἀλληλανεμία
ἀλληλεγγύη
ἀλληλέγγυοι
ἀλληλίζω
ἀλληλοβόρος
ἀλληλογραφία
ἀλληλοδωδόται
ἀλληλοκληρονομία
View word page
ἄλληκτος
unceasing, ceaseless

ShortDef

unceasing, ceaseless
undivided

Debugging

Headword:
ἄλληκτος
Headword (normalized):
ἄλληκτος
Headword (normalized/stripped):
αλληκτος
IDX:
3868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3869
Key:

Data

{'content': 'unceasing, ceaseless'}