Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐφαπτώδης
ἐφάπτωρ
ἐφαρμογή
ἐφαρμόζω
ἐφαρμοστέον
ἐφαρμοστέος
ἔφαψις
ἐφεβδοματικός
ἐφέβδομος
ἐφέδρα
ἐφεδράζω
ἐφέδρανον
ἐφεδρεία
ἐφέδρευσις
ἐφεδρεύω
ἐφεδρήσσω
ἐφεδρίζω
ἐφεδρισμός
ἐφεδριστήρ
ἔφεδρος
ἐφέζομαι
View word page
ἐφεδράζω
set

ShortDef

set

Debugging

Headword:
ἐφεδράζω
Headword (normalized):
ἐφεδράζω
Headword (normalized/stripped):
εφεδραζω
IDX:
38676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38677
Key:

Data

{'content': 'set'}