Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐφάλλομαι
ἔφαλμος
ἔφαλος
ἔφαλσις
ἐφαμαρτάνω
ἐφάμαρτος
ἐφαμιλλάομαι
ἐφάμιλλος
ἐφαμματίζω
ἐφαμμίζω
ἔφαμμος
ἐφανδάνω
ἐφάπαλος
ἐφάπαξ
ἐφαπλόω
ἐφάπλωμα
ἐφαπλωτέον
ἐφαπτίς
ἐφάπτω
ἐφαπτώδης
ἐφάπτωρ
View word page
ἔφαμμος
sandy
ShortDef
sandy
Debugging
Headword:
ἔφαμμος
Headword (normalized):
ἔφαμμος
Headword (normalized/stripped):
εφαμμος
IDX:
38657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38658
Key:
Data
{'content': 'sandy'}