Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐωπός
εὐωπός2
εὐωρέω
εὐωρία
εὐωριάζω
εὔωρος
εὐωχέω
εὐωχητέον
εὐωχητήριον
εὐωχητής
εὐωχητικός
εὐωχία
εὐώψ
ἐφʼ ὕδωρ
ἐφαγνίζω
ἐφαιμάσσω
ἐφαιμορραγέω
ἐφαιρέομαι
ἐφαιρέω
ἐφάλλομαι
ἔφαλμος
View word page
εὐωχητικός
festive
ShortDef
festive
Debugging
Headword:
εὐωχητικός
Headword (normalized):
εὐωχητικός
Headword (normalized/stripped):
ευωχητικος
IDX:
38638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38639
Key:
Data
{'content': 'festive'}