Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐωδέω
εὐώδης
εὐωδία
εὐωδιάζω
εὐωδίζομαι
εὐώδιν
εὐώλενος
εὐωμοσία
εὐώμοτος
εὐωνέω
εὐώνητος
εὐωνία
εὐωνίζω
εὔωνος
εὐώνυμος
εὐώνυμος2
εὐῶπις
εὐωπός
εὐωπός2
εὐωρέω
εὐωρία
View word page
εὐώνητος
wellbought, cheap

ShortDef

wellbought, cheap

Debugging

Headword:
εὐώνητος
Headword (normalized):
εὐώνητος
Headword (normalized/stripped):
ευωνητος
IDX:
38621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38622
Key:

Data

{'content': 'wellbought, cheap'}