Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐψυχής
εὐψυχία
εὔψυχος
εὕω
εὐωδέω
εὐώδης
εὐωδία
εὐωδιάζω
εὐωδίζομαι
εὐώδιν
εὐώλενος
εὐωμοσία
εὐώμοτος
εὐωνέω
εὐώνητος
εὐωνία
εὐωνίζω
εὔωνος
εὐώνυμος
εὐώνυμος2
εὐῶπις
View word page
εὐώλενος
fair-armed

ShortDef

fair-armed

Debugging

Headword:
εὐώλενος
Headword (normalized):
εὐώλενος
Headword (normalized/stripped):
ευωλενος
IDX:
38617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38618
Key:

Data

{'content': 'fair-armed'}