Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐϋψήφις
εὔψοφος
εὔψυκτος
εὐψυχέω
εὐψυχής
εὐψυχία
εὔψυχος
εὕω
εὐωδέω
εὐώδης
εὐωδία
εὐωδιάζω
εὐωδίζομαι
εὐώδιν
εὐώλενος
εὐωμοσία
εὐώμοτος
εὐωνέω
εὐώνητος
εὐωνία
εὐωνίζω
View word page
εὐωδία
a sweet smell

ShortDef

a sweet smell

Debugging

Headword:
εὐωδία
Headword (normalized):
εὐωδία
Headword (normalized/stripped):
ευωδια
IDX:
38613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38614
Key:

Data

{'content': 'a sweet smell'}