Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
View word page
ἁγεμών
leader, lord

ShortDef

leader, lord

Debugging

Headword:
ἁγεμών
Headword (normalized):
ἁγεμών
Headword (normalized/stripped):
αγεμων
IDX:
385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-386
Key:

Data

{'content': 'leader, lord'}